Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
στῖφος
στιφρός
στιχαοιδός
στιχάομαι
στίχινος
στιχογράφος
στίχος
στλεγγίς
στοά
στοιβάζω
στοιβή
Στοϊκός
στοιχάς
στοιχεῖον
στοιχέω
στοιχηγορέω
στοιχίζω
στοῖχος
στολάς
στολή
στολιδόομαι
View word page
στοιβή
στοιβή στοιβή, ἡ, στείβω a plant used for stuffing or padding; and metaph. " padding, " an expletive, Ar.
ShortDef
a plant used for stuffing
Debugging
Headword:
στοιβή
Headword (normalized):
στοιβή
Headword (normalized/stripped):
στοιβη
IDX:
30278
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30312
Key:
stoibh/
Data
{'content': 'στοιβή\n στοιβή, ἡ,\n στείβω\n a plant used for stuffing or padding; and metaph. " padding, " an expletive, Ar.', 'key': 'stoibh/'}