Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνταγορεύω
ἀνταγωνίζομαι
ἀνταγωνιστέω
ἀνταγωνιστής
ἀνταείρω
ἄνταθλος
ἀνταιδέομαι
ἀνταῖος
ἀνταίρω
ἀνταιτέω
ἀντακαῖος
ἀντακούω
ἀνταλαλάζω
ἀντάλλαγμα
ἀνταλλακτέος
ἀνταλλάσσω
ἀνταμείβομαι
ἀνταμύνομαι
ἀνταναβιβάζω
ἀντανάγω
ἀνταναιρέω
View word page
ἀντακαῖος
ἀντακαῖος Deriv. unknown. a sort of sturgeon, Hdt.

ShortDef

sturgeon

Debugging

Headword:
ἀντακαῖος
Headword (normalized):
ἀντακαῖος
Headword (normalized/stripped):
αντακαιος
IDX:
3030
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3031
Key:
a)ntakai=os

Data

{'content': 'ἀντακαῖος\n Deriv. unknown.\n a sort of sturgeon, Hdt.', 'key': 'a)ntakai=os'}