Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
στιλπνός
στίξ
στιπτός
στῖφος
στιφρός
στιχαοιδός
στιχάομαι
στίχινος
στιχογράφος
στίχος
στλεγγίς
στοά
στοιβάζω
στοιβή
Στοϊκός
στοιχάς
στοιχεῖον
στοιχέω
στοιχηγορέω
στοιχίζω
στοῖχος
View word page
στλεγγίς
στλεγγίς στλεγγίς, ίδος, ἡ, a scraper, to remove the oil and dirt (γλοίος) from the skin in the bath, Plat., etc. a tiara, Xen. deriv. uncertain
ShortDef
a scraper
Debugging
Headword:
στλεγγίς
Headword (normalized):
στλεγγίς
Headword (normalized/stripped):
στλεγγις
IDX:
30275
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30309
Key:
stleggi/s
Data
{'content': 'στλεγγίς\n στλεγγίς, ίδος, ἡ,\n a scraper, to remove the oil and dirt (γλοίος) from the skin in the bath, Plat., etc.\n a tiara, Xen.\n deriv. uncertain', 'key': 'stleggi/s'}