Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
στίλη
στιλπνός
στίξ
στιπτός
στῖφος
στιφρός
στιχαοιδός
στιχάομαι
στίχινος
στιχογράφος
στίχος
στλεγγίς
στοά
στοιβάζω
στοιβή
Στοϊκός
στοιχάς
στοιχεῖον
στοιχέω
στοιχηγορέω
στοιχίζω
View word page
στίχος
στίχος στίχος (ῐ), ὁ, στείχω a row or file of soldiers, Xen. a line of poetry, a verse, Ar.
ShortDef
a row
Debugging
Headword:
στίχος
Headword (normalized):
στίχος
Headword (normalized/stripped):
στιχος
IDX:
30274
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30308
Key:
sti/xos
Data
{'content': 'στίχος\n στίχος (ῐ), ὁ,\n στείχω\n a row or file of soldiers, Xen.\n a line of poetry, a verse, Ar.', 'key': 'sti/xos'}