Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
στίλβω
στίλη
στιλπνός
στίξ
στιπτός
στῖφος
στιφρός
στιχαοιδός
στιχάομαι
στίχινος
στιχογράφος
στίχος
στλεγγίς
στοά
στοιβάζω
στοιβή
Στοϊκός
στοιχάς
στοιχεῖον
στοιχέω
στοιχηγορέω
View word page
στιχογράφος
στιχογράφος στῐχο-γράφος (ᾰ), ον, γράφω writing verse, Anth.
ShortDef
writing verse
Debugging
Headword:
στιχογράφος
Headword (normalized):
στιχογράφος
Headword (normalized/stripped):
στιχογραφος
IDX:
30273
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30307
Key:
stixogra/fos
Data
{'content': 'στιχογράφος\n στῐχο-γράφος (ᾰ), ον,\n γράφω\n writing verse, Anth.', 'key': 'stixogra/fos'}