Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

στίζω
στικτός
στίλβω
στίλη
στιλπνός
στίξ
στιπτός
στῖφος
στιφρός
στιχαοιδός
στιχάομαι
στίχινος
στιχογράφος
στίχος
στλεγγίς
στοά
στοιβάζω
στοιβή
Στοϊκός
στοιχάς
στοιχεῖον
View word page
στιχάομαι
στιχάομαι στῐχάομαι, Στίξ Dep. to march in rows or ranks, esp. of soldiers, Il.; of ships in line, Il.; of shepherds with their herds, Il.: later, we have Epic 3rd pl. στιχόωσι in same sense, Mosch.

ShortDef

to march in rows

Debugging

Headword:
στιχάομαι
Headword (normalized):
στιχάομαι
Headword (normalized/stripped):
στιχαομαι
IDX:
30271
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30305
Key:
stixa/omai

Data

{'content': 'στιχάομαι\n στῐχάομαι,\n Στίξ\n Dep. to march in rows or ranks, esp. of soldiers, Il.; of ships in line, Il.; of shepherds with their herds, Il.: later, we have Epic 3rd pl. στιχόωσι in same sense, Mosch.', 'key': 'stixa/omai'}