Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

στιγματίας
στιγμή
στίζω
στικτός
στίλβω
στίλη
στιλπνός
στίξ
στιπτός
στῖφος
στιφρός
στιχαοιδός
στιχάομαι
στίχινος
στιχογράφος
στίχος
στλεγγίς
στοά
στοιβάζω
στοιβή
Στοϊκός
View word page
στιφρός
στιφρός στιφρός, ά, όν like στιβαρός firm, solid, Xen.

ShortDef

firm, solid

Debugging

Headword:
στιφρός
Headword (normalized):
στιφρός
Headword (normalized/stripped):
στιφρος
IDX:
30269
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30303
Key:
stifro/s

Data

{'content': 'στιφρός\n στιφρός, ά, όν\n like στιβαρός\n firm, solid, Xen.', 'key': 'stifro/s'}