Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

στιγματηφορέω
στιγματηφόρος
στιγματίας
στιγμή
στίζω
στικτός
στίλβω
στίλη
στιλπνός
στίξ
στιπτός
στῖφος
στιφρός
στιχαοιδός
στιχάομαι
στίχινος
στιχογράφος
στίχος
στλεγγίς
στοά
στοιβάζω
View word page
στιπτός
στιπτός στιπτός, ή, όν στείβω trodden down, close-pressed, Lat. stipatus, Soph.; στιπτοὶ γέροντες tough, sturdy old fellows, Ar.

ShortDef

trodden down, close-pressed

Debugging

Headword:
στιπτός
Headword (normalized):
στιπτός
Headword (normalized/stripped):
στιπτος
IDX:
30267
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30301
Key:
stipto/s

Data

{'content': 'στιπτός\n στιπτός, ή, όν\n στείβω\n trodden down, close-pressed, Lat. stipatus, Soph.; στιπτοὶ γέροντες tough, sturdy old fellows, Ar.', 'key': 'stipto/s'}