Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀγροτήρ
ἀγρότης
ἀγροφύλαξ
ἀγρυπνέω
ἀγρυπνητικός
ἀγρυπνία
ἄγρυπνος
ἀγρώσσω
ἄγρωστις
ἀγρώτης
ἄγυια
ἀγυιᾶτις
Ἀγυιεύς
ἀγυμνασία
ἀγύμναστος
ἄγυρις
ἀγυρμός
ἀγυρτάζω
ἀγύρτης
ἀγυρτικός
ἀγχέμαχος
View word page
ἄγυια
ἄγυια a quasiparticipial form from ἄγω cf. ὄργυια a street, highway, Hom., etc.
ShortDef
street, highway
Debugging
Headword:
ἄγυια
Headword (normalized):
ἄγυια
Headword (normalized/stripped):
αγυια
IDX:
303
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n303
Key:
a)/guia/
Data
{'content': 'ἄγυια\n a quasiparticipial form from ἄγω cf. ὄργυια\n a street, highway, Hom., etc.', 'key': 'a)/guia/'}