Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
στιγεύς
στίγμα
στιγματηφορέω
στιγματηφόρος
στιγματίας
στιγμή
στίζω
στικτός
στίλβω
στίλη
στιλπνός
στίξ
στιπτός
στῖφος
στιφρός
στιχαοιδός
στιχάομαι
στίχινος
στιχογράφος
στίχος
στλεγγίς
View word page
στιλπνός
στιλπνός στιλπνός, ή, όν στίλβω glittering, glistening, Il.
ShortDef
glittering, glistening
Debugging
Headword:
στιλπνός
Headword (normalized):
στιλπνός
Headword (normalized/stripped):
στιλπνος
IDX:
30265
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30299
Key:
stilpno/s
Data
{'content': 'στιλπνός\n στιλπνός, ή, όν\n στίλβω\n glittering, glistening, Il.', 'key': 'stilpno/s'}