Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
στιβίζομαι
στίβι
στίβος
στιγεύς
στίγμα
στιγματηφορέω
στιγματηφόρος
στιγματίας
στιγμή
στίζω
στικτός
στίλβω
στίλη
στιλπνός
στίξ
στιπτός
στῖφος
στιφρός
στιχαοιδός
στιχάομαι
στίχινος
View word page
στικτός
στικτός verb. adj. of στίζω punctured, Anth.:—generally, spotted, dappled, Soph., Eur.; στικτὰ ὄμματα, of the hundred eyes of Argus, Eur.
ShortDef
punctured, spotted
Debugging
Headword:
στικτός
Headword (normalized):
στικτός
Headword (normalized/stripped):
στικτος
IDX:
30262
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30296
Key:
stikto/s
Data
{'content': 'στικτός\n verb. adj. of στίζω\n punctured, Anth.:—generally, spotted, dappled, Soph., Eur.; στικτὰ ὄμματα, of the hundred eyes of Argus, Eur.', 'key': 'stikto/s'}