στιγματηφορέω
στιγματηφορέω
στιγμᾰτηφορέω,
fut. -ήσω
to bear tattoo-marks, Luc.
from στιγμᾰτηφόρος
{ "content": "στιγματηφορέω\n στιγμᾰτηφορέω,\n fut. -ήσω\n to bear tattoo-marks, Luc.\n from στιγμᾰτηφόρος", "key": "stigmathfore/w" }