Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

στιβαδοκοιτέω
στιβαρός
στιβάς
στιβέω
στίβη
στιβίζομαι
στίβι
στίβος
στιγεύς
στίγμα
στιγματηφορέω
στιγματηφόρος
στιγματίας
στιγμή
στίζω
στικτός
στίλβω
στίλη
στιλπνός
στίξ
στιπτός
View word page
στιγματηφορέω
στιγματηφορέω στιγμᾰτηφορέω, fut. -ήσω to bear tattoo-marks, Luc. from στιγμᾰτηφόρος

ShortDef

to bear tattoo-marks

Debugging

Headword:
στιγματηφορέω
Headword (normalized):
στιγματηφορέω
Headword (normalized/stripped):
στιγματηφορεω
IDX:
30257
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30291
Key:
stigmathfore/w

Data

{'content': 'στιγματηφορέω\n στιγμᾰτηφορέω,\n fut. -ήσω\n to bear tattoo-marks, Luc.\n from στιγμᾰτηφόρος', 'key': 'stigmathfore/w'}