Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Στησίχορος
στησίχορος
στιβάδιον
στιβαδοκοιτέω
στιβαρός
στιβάς
στιβέω
στίβη
στιβίζομαι
στίβι
στίβος
στιγεύς
στίγμα
στιγματηφορέω
στιγματηφόρος
στιγματίας
στιγμή
στίζω
στικτός
στίλβω
στίλη
View word page
στίβος
στίβος στίβος (ῐ), ὁ, στείβω a trodden way, track, path, Hhymn., Soph., etc. a track, footstep, Hdt., Aesch., etc.; κατὰ στίβον on the track or trail, Hdt.; στίβοι φιλάνορες traces of her who had lain in the bed, Aesch. a going, gait, Soph.

ShortDef

a trodden way, track, path

Debugging

Headword:
στίβος
Headword (normalized):
στίβος
Headword (normalized/stripped):
στιβος
IDX:
30254
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30288
Key:
sti/bos

Data

{'content': 'στίβος\n στίβος (ῐ), ὁ,\n στείβω\n a trodden way, track, path, Hhymn., Soph., etc.\n a track, footstep, Hdt., Aesch., etc.; κατὰ στίβον on the track or trail, Hdt.; στίβοι φιλάνορες traces of her who had lain in the bed, Aesch.\n a going, gait, Soph.', 'key': 'sti/bos'}