Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

στήσιος
Στησίχορος
στησίχορος
στιβάδιον
στιβαδοκοιτέω
στιβαρός
στιβάς
στιβέω
στίβη
στιβίζομαι
στίβι
στίβος
στιγεύς
στίγμα
στιγματηφορέω
στιγματηφόρος
στιγματίας
στιγμή
στίζω
στικτός
στίλβω
View word page
στίβι
στίβι Lat. stibium, = στίμμι.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στίβι
Headword (normalized):
στίβι
Headword (normalized/stripped):
στιβι
IDX:
30253
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30287
Key:
sti/bi

Data

{'content': 'στίβι\n Lat. stibium, = στίμμι.', 'key': 'sti/bi'}