Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
στηρίζω
στήσιος
Στησίχορος
στησίχορος
στιβάδιον
στιβαδοκοιτέω
στιβαρός
στιβάς
στιβέω
στίβη
στιβίζομαι
στίβι
στίβος
στιγεύς
στίγμα
στιγματηφορέω
στιγματηφόρος
στιγματίας
στιγμή
στίζω
στικτός
View word page
στιβίζομαι
στιβίζομαι στῐβίζομαι, Mid. or Pass. to paint oneʼs eyelids and eyebrows with black paint (στίβι) , Strab.
ShortDef
to paint one's
Debugging
Headword:
στιβίζομαι
Headword (normalized):
στιβίζομαι
Headword (normalized/stripped):
στιβιζομαι
IDX:
30252
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30286
Key:
stibi/zomai
Data
{'content': 'στιβίζομαι\n στῐβίζομαι,\n Mid. or Pass. to paint oneʼs eyelids and eyebrows with black paint (στίβι) , Strab.', 'key': 'stibi/zomai'}