Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
στηριγμός
στῆριγξ
στηρίζω
στήσιος
Στησίχορος
στησίχορος
στιβάδιον
στιβαδοκοιτέω
στιβαρός
στιβάς
στιβέω
στίβη
στιβίζομαι
στίβι
στίβος
στιγεύς
στίγμα
στιγματηφορέω
στιγματηφόρος
στιγματίας
στιγμή
View word page
στιβέω
στιβέω στῐβέω, στίβος to tread, traverse: Pass., πᾶν ἐστίβηται πλευρόν every side has been traversed, Soph.
ShortDef
to tread, traverse
Debugging
Headword:
στιβέω
Headword (normalized):
στιβέω
Headword (normalized/stripped):
στιβεω
IDX:
30250
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30284
Key:
stibe/w
Data
{'content': 'στιβέω\n στῐβέω,\n στίβος\n to tread, traverse: Pass., πᾶν ἐστίβηται πλευρόν every side has been traversed, Soph.', 'key': 'stibe/w'}