Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

στήμων
στήριγμα
στηριγμός
στῆριγξ
στηρίζω
στήσιος
Στησίχορος
στησίχορος
στιβάδιον
στιβαδοκοιτέω
στιβαρός
στιβάς
στιβέω
στίβη
στιβίζομαι
στίβι
στίβος
στιγεύς
στίγμα
στιγματηφορέω
στιγματηφόρος
View word page
στιβαρός
στιβαρός στῐβᾰρός, ά, όν στείβω compact, strong, stout, sturdy, Hom., Hes.

ShortDef

compact, strong, stout, sturdy

Debugging

Headword:
στιβαρός
Headword (normalized):
στιβαρός
Headword (normalized/stripped):
στιβαρος
IDX:
30248
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30282
Key:
stibaro/s

Data

{'content': 'στιβαρός\n στῐβᾰρός, ά, όν\n στείβω\n compact, strong, stout, sturdy, Hom., Hes.', 'key': 'stibaro/s'}