Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

στημορραγέω
στήμων
στήριγμα
στηριγμός
στῆριγξ
στηρίζω
στήσιος
Στησίχορος
στησίχορος
στιβάδιον
στιβαδοκοιτέω
στιβαρός
στιβάς
στιβέω
στίβη
στιβίζομαι
στίβι
στίβος
στιγεύς
στίγμα
στιγματηφορέω
View word page
στιβαδοκοιτέω
στιβαδοκοιτέω στῐβᾰδο-κοιτέω, fut. -ήσω κοίτη to sleep on litter, Polyb.

ShortDef

to sleep on litter

Debugging

Headword:
στιβαδοκοιτέω
Headword (normalized):
στιβαδοκοιτέω
Headword (normalized/stripped):
στιβαδοκοιτεω
IDX:
30247
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30281
Key:
stibadokoite/w

Data

{'content': 'στιβαδοκοιτέω\n στῐβᾰδο-κοιτέω,\n fut. -ήσω\n κοίτη\n to sleep on litter, Polyb.', 'key': 'stibadokoite/w'}