Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

στηλόω
στημόνιον
στημορραγέω
στήμων
στήριγμα
στηριγμός
στῆριγξ
στηρίζω
στήσιος
Στησίχορος
στησίχορος
στιβάδιον
στιβαδοκοιτέω
στιβαρός
στιβάς
στιβέω
στίβη
στιβίζομαι
στίβι
στίβος
στιγεύς
View word page
στησίχορος
στησίχορος στησί-χορος (ῐ), ον, establishing χοροί.

ShortDef

establishing or leading χοροί
Stesichorus

Debugging

Headword:
στησίχορος
Headword (normalized):
στησίχορος
Headword (normalized/stripped):
στησιχορος
IDX:
30245
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30279
Key:
sthsi/xoros

Data

{'content': 'στησίχορος\n στησί-χορος (ῐ), ον,\n establishing χοροί.', 'key': 'sthsi/xoros'}