Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

στήλη
στηλίδιον
στηλίς
στηλίτης
στηλόω
στημόνιον
στημορραγέω
στήμων
στήριγμα
στηριγμός
στῆριγξ
στηρίζω
στήσιος
Στησίχορος
στησίχορος
στιβάδιον
στιβαδοκοιτέω
στιβαρός
στιβάς
στιβέω
στίβη
View word page
στῆριγξ
στῆριγξ στῆριγξ, ιγγος, a support, prop, stay, Xen. the fork with which the pole of a two-wheeled chariot was propped, Lat. furca, Lys.

ShortDef

a support, prop, stay

Debugging

Headword:
στῆριγξ
Headword (normalized):
στῆριγξ
Headword (normalized/stripped):
στηριγξ
IDX:
30241
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30275
Key:
sth=rigc

Data

{'content': 'στῆριγξ\n στῆριγξ, ιγγος,\n a support, prop, stay, Xen.\n the fork with which the pole of a two-wheeled chariot was propped, Lat. furca, Lys.', 'key': 'sth=rigc'}