Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

στήκω
στήλη
στηλίδιον
στηλίς
στηλίτης
στηλόω
στημόνιον
στημορραγέω
στήμων
στήριγμα
στηριγμός
στῆριγξ
στηρίζω
στήσιος
Στησίχορος
στησίχορος
στιβάδιον
στιβαδοκοιτέω
στιβαρός
στιβάς
στιβέω
View word page
στηριγμός
στηριγμός στηριγμός, οῦ, ὁ, a propping, supporting; and (in pass. sense) fixedness, steadfastness, NTest.

ShortDef

a propping, supporting

Debugging

Headword:
στηριγμός
Headword (normalized):
στηριγμός
Headword (normalized/stripped):
στηριγμος
IDX:
30240
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30274
Key:
sthrigmo/s

Data

{'content': 'στηριγμός\n στηριγμός, οῦ, ὁ,\n a propping, supporting; and (in pass. sense) fixedness, steadfastness, NTest.', 'key': 'sthrigmo/s'}