Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

στέφω
στήδην
στῆθος
στήκω
στήλη
στηλίδιον
στηλίς
στηλίτης
στηλόω
στημόνιον
στημορραγέω
στήμων
στήριγμα
στηριγμός
στῆριγξ
στηρίζω
στήσιος
Στησίχορος
στησίχορος
στιβάδιον
στιβαδοκοιτέω
View word page
στημορραγέω
στημορραγέω στημορ-ρᾰγέω, intr. to be torn to shreds, Aesch.

ShortDef

to be torn to shreds

Debugging

Headword:
στημορραγέω
Headword (normalized):
στημορραγέω
Headword (normalized/stripped):
στημορραγεω
IDX:
30237
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30271
Key:
sthmorrage/w

Data

{'content': 'στημορραγέω\n στημορ-ρᾰγέω,\n intr. to be torn to shreds, Aesch.', 'key': 'sthmorrage/w'}