Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
στέφανος
στεφανόω
στεφανώδης
στεφάνωμα
στέφος
στέφω
στήδην
στῆθος
στήκω
στήλη
στηλίδιον
στηλίς
στηλίτης
στηλόω
στημόνιον
στημορραγέω
στήμων
στήριγμα
στηριγμός
στῆριγξ
στηρίζω
View word page
στηλίδιον
στηλίδιον στηλίδιον, ου, τό, Dim. of στήλη, Theophr.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
στηλίδιον
Headword (normalized):
στηλίδιον
Headword (normalized/stripped):
στηλιδιον
IDX:
30232
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30266
Key:
sthli/dion
Data
{'content': 'στηλίδιον\n στηλίδιον, ου, τό,\n Dim. of στήλη, Theophr.', 'key': 'sthli/dion'}