Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

στεφανηφορέω
στεφανηφορία
στεφανηφόρος
στεφανίζω
στεφανίτης
στέφανος
στεφανόω
στεφανώδης
στεφάνωμα
στέφος
στέφω
στήδην
στῆθος
στήκω
στήλη
στηλίδιον
στηλίς
στηλίτης
στηλόω
στημόνιον
στημορραγέω
View word page
στέφω
στέφω to put round, Lat. circumdare, ἀμφὶ κεφαλῆι νέφος ἔστεφε δῖα θεάων Il.; θεὸς μορφὴν ἔπεσι στέφει Od.:—Mid. to put round oneʼs head, Anth. to surround, crown, wreath, τινὰ ἄνθεσι Hes.; μυρσίνης κλάδοις Eur.:—Mid., στέφου κάρα crown thy head, Eur.:—Pass. to be crowned, Aesch. to crown with libations, Soph.

ShortDef

to put round

Debugging

Headword:
στέφω
Headword (normalized):
στέφω
Headword (normalized/stripped):
στεφω
IDX:
30227
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30261
Key:
ste/fw

Data

{'content': 'στέφω\n to put round, Lat. circumdare, ἀμφὶ κεφαλῆι νέφος ἔστεφε δῖα θεάων Il.; θεὸς μορφὴν ἔπεσι στέφει Od.:—Mid. to put round oneʼs head, Anth.\n to surround, crown, wreath, τινὰ ἄνθεσι Hes.; μυρσίνης κλάδοις Eur.:—Mid., στέφου κάρα crown thy head, Eur.:—Pass. to be crowned, Aesch.\n to crown with libations, Soph.', 'key': 'ste/fw'}