Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

στεφάνη
στεφανηφορέω
στεφανηφορία
στεφανηφόρος
στεφανίζω
στεφανίτης
στέφανος
στεφανόω
στεφανώδης
στεφάνωμα
στέφος
στέφω
στήδην
στῆθος
στήκω
στήλη
στηλίδιον
στηλίς
στηλίτης
στηλόω
στημόνιον
View word page
στέφος
στέφος στέφος, ος, εος, τό, στέφω a crown, wreath, garland, Eur.; pl. στέφη, στέμματα, Aesch., Soph. of libations, Aesch.

ShortDef

a crown, wreath, garland

Debugging

Headword:
στέφος
Headword (normalized):
στέφος
Headword (normalized/stripped):
στεφος
IDX:
30226
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30260
Key:
ste/fos

Data

{'content': 'στέφος\n στέφος, ος, εος, τό,\n στέφω\n a crown, wreath, garland, Eur.; pl. στέφη, στέμματα, Aesch., Soph.\n of libations, Aesch.', 'key': 'ste/fos'}