Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

στεφανηπλόκος
στεφάνη
στεφανηφορέω
στεφανηφορία
στεφανηφόρος
στεφανίζω
στεφανίτης
στέφανος
στεφανόω
στεφανώδης
στεφάνωμα
στέφος
στέφω
στήδην
στῆθος
στήκω
στήλη
στηλίδιον
στηλίς
στηλίτης
στηλόω
View word page
στεφάνωμα
στεφάνωμα that which surrounds, a crown or wreath, Theogn., Pind.; στ. πύργων [the cityʼs] coronal of towers, Soph. a crown as the prize of victory, Pind. an honour, glory, Pind.

ShortDef

that which surrounds, a crown

Debugging

Headword:
στεφάνωμα
Headword (normalized):
στεφάνωμα
Headword (normalized/stripped):
στεφανωμα
IDX:
30225
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30259
Key:
stefa/nwma

Data

{'content': 'στεφάνωμα\n that which surrounds, a crown or wreath, Theogn., Pind.; στ. πύργων [the cityʼs] coronal of towers, Soph.\n a crown as the prize of victory, Pind.\n an honour, glory, Pind.', 'key': 'stefa/nwma'}