Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
στεφανηπλόκια
στεφανηπλόκος
στεφάνη
στεφανηφορέω
στεφανηφορία
στεφανηφόρος
στεφανίζω
στεφανίτης
στέφανος
στεφανόω
στεφανώδης
στεφάνωμα
στέφος
στέφω
στήδην
στῆθος
στήκω
στήλη
στηλίδιον
στηλίς
στηλίτης
View word page
στεφανώδης
στεφανώδης στεφᾰν-ώδης, ες εἶδος like a wreath, wreathed, Eur.
ShortDef
like a wreath, wreathed
Debugging
Headword:
στεφανώδης
Headword (normalized):
στεφανώδης
Headword (normalized/stripped):
στεφανωδης
IDX:
30224
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30258
Key:
stefanw/dhs
Data
{'content': 'στεφανώδης\n στεφᾰν-ώδης, ες\n εἶδος\n like a wreath, wreathed, Eur.', 'key': 'stefanw/dhs'}