Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
στέροψ
στερρόγυιος
στερρός
στεῦμαι
στεφανηπλόκια
στεφανηπλόκος
στεφάνη
στεφανηφορέω
στεφανηφορία
στεφανηφόρος
στεφανίζω
στεφανίτης
στέφανος
στεφανόω
στεφανώδης
στεφάνωμα
στέφος
στέφω
στήδην
στῆθος
στήκω
View word page
στεφανίζω
στεφανίζω στεφᾰνίζω, to crown, Ar.
ShortDef
to crown
Debugging
Headword:
στεφανίζω
Headword (normalized):
στεφανίζω
Headword (normalized/stripped):
στεφανιζω
IDX:
30220
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30254
Key:
stefani/zw
Data
{'content': 'στεφανίζω\n στεφᾰνίζω,\n to crown, Ar.', 'key': 'stefani/zw'}