Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

στεροπηγερέτα
στεροπή
Στερόπης
στέροψ
στερρόγυιος
στερρός
στεῦμαι
στεφανηπλόκια
στεφανηπλόκος
στεφάνη
στεφανηφορέω
στεφανηφορία
στεφανηφόρος
στεφανίζω
στεφανίτης
στέφανος
στεφανόω
στεφανώδης
στεφάνωμα
στέφος
στέφω
View word page
στεφανηφορέω
στεφανηφορέω στεφᾰνηφορέω, from στεφᾰνηφόρος to wear a wreath, Eur., Dem.

ShortDef

to wear a wreath

Debugging

Headword:
στεφανηφορέω
Headword (normalized):
στεφανηφορέω
Headword (normalized/stripped):
στεφανηφορεω
IDX:
30217
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30251
Key:
stefanhfore/w

Data

{'content': 'στεφανηφορέω\n στεφᾰνηφορέω,\n from στεφᾰνηφόρος\n to wear a wreath, Eur., Dem.', 'key': 'stefanhfore/w'}