στεφανηφορέω
στεφανηφορέω
στεφᾰνηφορέω,
from στεφᾰνηφόρος
to wear a wreath, Eur., Dem.
{
"content": "στεφανηφορέω\n στεφᾰνηφορέω,\n from στεφᾰνηφόρος\n to wear a wreath, Eur., Dem.",
"key": "stefanhfore/w"
}