Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
στερνοῦχος
στέρομαι
στεροπηγερέτα
στεροπή
Στερόπης
στέροψ
στερρόγυιος
στερρός
στεῦμαι
στεφανηπλόκια
στεφανηπλόκος
στεφάνη
στεφανηφορέω
στεφανηφορία
στεφανηφόρος
στεφανίζω
στεφανίτης
στέφανος
στεφανόω
στεφανώδης
στεφάνωμα
View word page
στεφανηπλόκος
στεφανηπλόκος στεφᾰνη-πλόκος, ον, πλέκω plaiting wreaths, Plut.
ShortDef
plaiter of wreaths
Debugging
Headword:
στεφανηπλόκος
Headword (normalized):
στεφανηπλόκος
Headword (normalized/stripped):
στεφανηπλοκος
IDX:
30215
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30249
Key:
stefanhplo/kos
Data
{'content': 'στεφανηπλόκος\n στεφᾰνη-πλόκος, ον,\n πλέκω\n plaiting wreaths, Plut.', 'key': 'stefanhplo/kos'}