Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

στερνοτυπία
στερνοῦχος
στέρομαι
στεροπηγερέτα
στεροπή
Στερόπης
στέροψ
στερρόγυιος
στερρός
στεῦμαι
στεφανηπλόκια
στεφανηπλόκος
στεφάνη
στεφανηφορέω
στεφανηφορία
στεφανηφόρος
στεφανίζω
στεφανίτης
στέφανος
στεφανόω
στεφανώδης
View word page
στεφανηπλόκια
στεφανηπλόκια στεφᾰνηπλόκια, ων, τά, a place where wreaths are plaited or sold, Anth. from στεφᾰνηπλόκος

ShortDef

a place where wreaths are plaited

Debugging

Headword:
στεφανηπλόκια
Headword (normalized):
στεφανηπλόκια
Headword (normalized/stripped):
στεφανηπλοκια
IDX:
30214
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30248
Key:
stefanhplo/kia

Data

{'content': 'στεφανηπλόκια\n στεφᾰνηπλόκια, ων, τά,\n a place where wreaths are plaited or sold, Anth.\n from στεφᾰνηπλόκος', 'key': 'stefanhplo/kia'}