Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
στερκτός
στέρνον
στερνοτυπής
στερνοτυπία
στερνοῦχος
στέρομαι
στεροπηγερέτα
στεροπή
Στερόπης
στέροψ
στερρόγυιος
στερρός
στεῦμαι
στεφανηπλόκια
στεφανηπλόκος
στεφάνη
στεφανηφορέω
στεφανηφορία
στεφανηφόρος
στεφανίζω
στεφανίτης
View word page
στερρόγυιος
στερρόγυιος στερρό-γυιος, ον, γυῖον with strong limbs, Anth.
ShortDef
with strong limbs
Debugging
Headword:
στερρόγυιος
Headword (normalized):
στερρόγυιος
Headword (normalized/stripped):
στερρογυιος
IDX:
30211
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30245
Key:
sterro/guios
Data
{'content': 'στερρόγυιος\n στερρό-γυιος, ον,\n γυῖον\n with strong limbs, Anth.', 'key': 'sterro/guios'}