Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
στερεόω
στερέωμα
στερέω
στέρησις
στερίσκω
στέριφος
στερκτός
στέρνον
στερνοτυπής
στερνοτυπία
στερνοῦχος
στέρομαι
στεροπηγερέτα
στεροπή
Στερόπης
στέροψ
στερρόγυιος
στερρός
στεῦμαι
στεφανηπλόκια
στεφανηπλόκος
View word page
στερνοῦχος
στερνοῦχος στερν-οῦχος, ον, ἔχω broad-swelling, of a plain, Soph.
ShortDef
broad-swelling
Debugging
Headword:
στερνοῦχος
Headword (normalized):
στερνοῦχος
Headword (normalized/stripped):
στερνουχος
IDX:
30205
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30239
Key:
sternou=xos
Data
{'content': 'στερνοῦχος\n στερν-οῦχος, ον,\n ἔχω\n broad-swelling, of a plain, Soph.', 'key': 'sternou=xos'}