Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

στερεόφρων
στερεόω
στερέωμα
στερέω
στέρησις
στερίσκω
στέριφος
στερκτός
στέρνον
στερνοτυπής
στερνοτυπία
στερνοῦχος
στέρομαι
στεροπηγερέτα
στεροπή
Στερόπης
στέροψ
στερρόγυιος
στερρός
στεῦμαι
στεφανηπλόκια
View word page
στερνοτυπία
στερνοτυπία from στερνοτῠπής στερνοτῠπία, ἡ, a beating of the breast for grief, Luc.

ShortDef

a beating of the breast

Debugging

Headword:
στερνοτυπία
Headword (normalized):
στερνοτυπία
Headword (normalized/stripped):
στερνοτυπια
IDX:
30204
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30238
Key:
sternotupi/a

Data

{'content': 'στερνοτυπία\n from στερνοτῠπής\n στερνοτῠπία, ἡ,\n a beating of the breast for grief, Luc.', 'key': 'sternotupi/a'}