Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

στέργω
στερεός
στερεόφρων
στερεόω
στερέωμα
στερέω
στέρησις
στερίσκω
στέριφος
στερκτός
στέρνον
στερνοτυπής
στερνοτυπία
στερνοῦχος
στέρομαι
στεροπηγερέτα
στεροπή
Στερόπης
στέροψ
στερρόγυιος
στερρός
View word page
στέρνον
στέρνον .στέρνον, ου, τό, the breast, chest, both in sg. and pl., Hom., Trag. the breast as the seat of the affections, the heart, Trag.

ShortDef

the breast, chest

Debugging

Headword:
στέρνον
Headword (normalized):
στέρνον
Headword (normalized/stripped):
στερνον
IDX:
30202
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30236
Key:
ste/rnon

Data

{'content': 'στέρνον\n .στέρνον, ου, τό,\n the breast, chest, both in sg. and pl., Hom., Trag.\n the breast as the seat of the affections, the heart, Trag.', 'key': 'ste/rnon'}