Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
στέργημα
στέργω
στερεός
στερεόφρων
στερεόω
στερέωμα
στερέω
στέρησις
στερίσκω
στέριφος
στερκτός
στέρνον
στερνοτυπής
στερνοτυπία
στερνοῦχος
στέρομαι
στεροπηγερέτα
στεροπή
Στερόπης
στέροψ
στερρόγυιος
View word page
στερκτός
στερκτός στερκτός, ή, όν verb. adj. of στέργω to be loved, amiable, loved, Soph.
ShortDef
to be loved, amiable, loved
Debugging
Headword:
στερκτός
Headword (normalized):
στερκτός
Headword (normalized/stripped):
στερκτος
IDX:
30201
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30235
Key:
sterkto/s
Data
{'content': 'στερκτός\n στερκτός, ή, όν\n verb. adj. of στέργω\n to be loved, amiable, loved, Soph.', 'key': 'sterkto/s'}