Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

στέργηθρον
στέργημα
στέργω
στερεός
στερεόφρων
στερεόω
στερέωμα
στερέω
στέρησις
στερίσκω
στέριφος
στερκτός
στέρνον
στερνοτυπής
στερνοτυπία
στερνοῦχος
στέρομαι
στεροπηγερέτα
στεροπή
Στερόπης
στέροψ
View word page
στέριφος
στέριφος στέρῐφος, η, ον = στερεός, στερρός firm, solid, Thuc. = στεῖρος, Lat. sterilis, barren, Plat.

ShortDef

firm, solid

Debugging

Headword:
στέριφος
Headword (normalized):
στέριφος
Headword (normalized/stripped):
στεριφος
IDX:
30200
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30234
Key:
ste/rifos

Data

{'content': 'στέριφος\n στέρῐφος, η, ον\n = στερεός, στερρός\n firm, solid, Thuc.\n = στεῖρος, Lat. sterilis, barren, Plat.', 'key': 'ste/rifos'}