Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Στέντωρ
στένω
στενωπός
στεπτός
στέργηθρον
στέργημα
στέργω
στερεός
στερεόφρων
στερεόω
στερέωμα
στερέω
στέρησις
στερίσκω
στέριφος
στερκτός
στέρνον
στερνοτυπής
στερνοτυπία
στερνοῦχος
στέρομαι
View word page
στερέωμα
στερέωμα στερέωμα, ατος, τό, στερεόω a solid body, foundation: metaph. steadfastness, NTest.
ShortDef
a solid body, foundation
Debugging
Headword:
στερέωμα
Headword (normalized):
στερέωμα
Headword (normalized/stripped):
στερεωμα
IDX:
30196
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30230
Key:
stere/wma
Data
{'content': 'στερέωμα\n στερέωμα, ατος, τό,\n στερεόω\n a solid body, foundation: metaph. steadfastness, NTest.', 'key': 'stere/wma'}