Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνοτοτύζω
ἀνούατος
ἀνούτατος
ἀνουτητί
ἀνοχή
ἀνοχμάζω
ἀνσχετός
ἀνταγοράζω
ἀνταγορεύω
ἀνταγωνίζομαι
ἀνταγωνιστέω
ἀνταγωνιστής
ἀνταείρω
ἄνταθλος
ἀνταιδέομαι
ἀνταῖος
ἀνταίρω
ἀνταιτέω
ἀντακαῖος
ἀντακούω
ἀνταλαλάζω
View word page
ἀνταγωνιστέω
ἀνταγωνιστέω from ἀνταγωνιστής to oppose, be a rival, Arist.
ShortDef
to oppose, be a rival
Debugging
Headword:
ἀνταγωνιστέω
Headword (normalized):
ἀνταγωνιστέω
Headword (normalized/stripped):
ανταγωνιστεω
IDX:
3022
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3023
Key:
a)ntagwniste/w
Data
{'content': 'ἀνταγωνιστέω\n from ἀνταγωνιστής\n to oppose, be a rival, Arist.', 'key': 'a)ntagwniste/w'}