Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

στενόω
Στεντόρειος
Στέντωρ
στένω
στενωπός
στεπτός
στέργηθρον
στέργημα
στέργω
στερεός
στερεόφρων
στερεόω
στερέωμα
στερέω
στέρησις
στερίσκω
στέριφος
στερκτός
στέρνον
στερνοτυπής
στερνοτυπία
View word page
στερεόφρων
στερεόφρων στερεό-φρων, ονος, ὁ, ἡ, φρήν stubborn-hearted, Soph.

ShortDef

stubborn-hearted

Debugging

Headword:
στερεόφρων
Headword (normalized):
στερεόφρων
Headword (normalized/stripped):
στερεοφρων
IDX:
30194
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30228
Key:
stereo/frwn

Data

{'content': 'στερεόφρων\n στερεό-φρων, ονος, ὁ, ἡ,\n φρήν\n stubborn-hearted, Soph.', 'key': 'stereo/frwn'}