Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

στενόχωρος
στενόω
Στεντόρειος
Στέντωρ
στένω
στενωπός
στεπτός
στέργηθρον
στέργημα
στέργω
στερεός
στερεόφρων
στερεόω
στερέωμα
στερέω
στέρησις
στερίσκω
στέριφος
στερκτός
στέρνον
στερνοτυπής
View word page
στερεός
στερεός stiff, stark, firm, solid, Hom., etc.; αἰχμὴ στερεὴ πᾶσα χρυσέη all of solid gold, Hdt.:—adv. -εῶς, firmly, fast, Hom. metaph. stiff, stubborn, harsh, Hom., etc.: so in adv., Hom. στ. ἀριθμός a cubic number, Arist.

ShortDef

stiff, stark, firm, solid

Debugging

Headword:
στερεός
Headword (normalized):
στερεός
Headword (normalized/stripped):
στερεος
IDX:
30193
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30227
Key:
stereo/s

Data

{'content': 'στερεός\n stiff, stark, firm, solid, Hom., etc.; αἰχμὴ στερεὴ πᾶσα χρυσέη all of solid gold, Hdt.:—adv. -εῶς, firmly, fast, Hom.\n metaph. stiff, stubborn, harsh, Hom., etc.: so in adv., Hom.\n στ. ἀριθμός a cubic number, Arist.', 'key': 'stereo/s'}