Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
στενοχωρέω
στενοχωρία
στενόχωρος
στενόω
Στεντόρειος
Στέντωρ
στένω
στενωπός
στεπτός
στέργηθρον
στέργημα
στέργω
στερεός
στερεόφρων
στερεόω
στερέωμα
στερέω
στέρησις
στερίσκω
στέριφος
στερκτός
View word page
στέργημα
στέργημα στέργημα, ατος, τό, a love-charm, τινος to influence him, Soph. from στέργω
ShortDef
a love-charm
Debugging
Headword:
στέργημα
Headword (normalized):
στέργημα
Headword (normalized/stripped):
στεργημα
IDX:
30191
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30225
Key:
ste/rghma
Data
{'content': 'στέργημα\n στέργημα, ατος, τό,\n a love-charm, τινος to influence him, Soph.\n from στέργω', 'key': 'ste/rghma'}