Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

στενότης
στενοχωρέω
στενοχωρία
στενόχωρος
στενόω
Στεντόρειος
Στέντωρ
στένω
στενωπός
στεπτός
στέργηθρον
στέργημα
στέργω
στερεός
στερεόφρων
στερεόω
στερέωμα
στερέω
στέρησις
στερίσκω
στέριφος
View word page
στέργηθρον
στέργηθρον στέργηθρον, ου, τό, στέργω a love-charm, love, affection, in sg. and pl., Aesch., Eur.

ShortDef

a love-charm, love, affection

Debugging

Headword:
στέργηθρον
Headword (normalized):
στέργηθρον
Headword (normalized/stripped):
στεργηθρον
IDX:
30190
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30224
Key:
ste/rghqron

Data

{'content': 'στέργηθρον\n στέργηθρον, ου, τό,\n στέργω\n a love-charm, love, affection, in sg. and pl., Aesch., Eur.', 'key': 'ste/rghqron'}