Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
στενόστομος
στενότης
στενοχωρέω
στενοχωρία
στενόχωρος
στενόω
Στεντόρειος
Στέντωρ
στένω
στενωπός
στεπτός
στέργηθρον
στέργημα
στέργω
στερεός
στερεόφρων
στερεόω
στερέωμα
στερέω
στέρησις
στερίσκω
View word page
στεπτός
στεπτός στεπτός, ή, όν στέφω crowned, Anth.
ShortDef
crowned
Debugging
Headword:
στεπτός
Headword (normalized):
στεπτός
Headword (normalized/stripped):
στεπτος
IDX:
30189
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30223
Key:
stepto/s
Data
{'content': 'στεπτός\n στεπτός, ή, όν\n στέφω\n crowned, Anth.', 'key': 'stepto/s'}