Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

στενολέσχης
στενόπορθμος
στενοπορία
στενόπορος
στενός
στένος
στενόστομος
στενότης
στενοχωρέω
στενοχωρία
στενόχωρος
στενόω
Στεντόρειος
Στέντωρ
στένω
στενωπός
στεπτός
στέργηθρον
στέργημα
στέργω
στερεός
View word page
στενόχωρος
στενόχωρος στενό-χωρος, ον, of narrow space, strait.

ShortDef

of narrow space, strait

Debugging

Headword:
στενόχωρος
Headword (normalized):
στενόχωρος
Headword (normalized/stripped):
στενοχωρος
IDX:
30183
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30217
Key:
steno/xwros

Data

{'content': 'στενόχωρος\n στενό-χωρος, ον,\n of narrow space, strait.', 'key': 'steno/xwros'}