Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

στενολεσχέω
στενολέσχης
στενόπορθμος
στενοπορία
στενόπορος
στενός
στένος
στενόστομος
στενότης
στενοχωρέω
στενοχωρία
στενόχωρος
στενόω
Στεντόρειος
Στέντωρ
στένω
στενωπός
στεπτός
στέργηθρον
στέργημα
στέργω
View word page
στενοχωρία
στενοχωρία στενοχωρία, ἡ, narrowness of space: want of room, Thuc., etc.:—metaph., ἡ στ. τοῦ ποταμοῦ the difficulty of passing the river, Xen. from στενόχωρος

ShortDef

narrowness of space: want of room

Debugging

Headword:
στενοχωρία
Headword (normalized):
στενοχωρία
Headword (normalized/stripped):
στενοχωρια
IDX:
30182
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30216
Key:
stenoxwri/a

Data

{'content': 'στενοχωρία\n στενοχωρία, ἡ,\n narrowness of space: want of room, Thuc., etc.:—metaph., ἡ στ. τοῦ ποταμοῦ the difficulty of passing the river, Xen.\n from στενόχωρος', 'key': 'stenoxwri/a'}