Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
στενακτός
στεναχίζω
στενάχω
στενολεσχέω
στενολέσχης
στενόπορθμος
στενοπορία
στενόπορος
στενός
στένος
στενόστομος
στενότης
στενοχωρέω
στενοχωρία
στενόχωρος
στενόω
Στεντόρειος
Στέντωρ
στένω
στενωπός
στεπτός
View word page
στενόστομος
στενόστομος στενό-στομος, ον, στόμα narrow-mouthed, Strab.
ShortDef
narrow-mouthed
Debugging
Headword:
στενόστομος
Headword (normalized):
στενόστομος
Headword (normalized/stripped):
στενοστομος
IDX:
30179
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30213
Key:
steno/stomos
Data
{'content': 'στενόστομος\n στενό-στομος, ον,\n στόμα\n narrow-mouthed, Strab.', 'key': 'steno/stomos'}