Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

στενακτέος
στενακτός
στεναχίζω
στενάχω
στενολεσχέω
στενολέσχης
στενόπορθμος
στενοπορία
στενόπορος
στενός
στένος
στενόστομος
στενότης
στενοχωρέω
στενοχωρία
στενόχωρος
στενόω
Στεντόρειος
Στέντωρ
στένω
στενωπός
View word page
στένος
στένος στένος, ος, εος, τό, cf. Ionic στεῖνος.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στένος
Headword (normalized):
στένος
Headword (normalized/stripped):
στενος
IDX:
30178
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30212
Key:
ste/nos

Data

{'content': 'στένος\n στένος, ος, εος, τό,\n cf. Ionic στεῖνος.', 'key': 'ste/nos'}