στενός
στενός
στενός, Ionic στεινός, ή, όν
στένω
narrow, strait, Hdt., Eur., etc.; ἐν στενῷ, Ionic στεινῷ, in a narrow compass, Hdt., Aesch.
as Subst., τὰ στενά the straits, of a pass, Hdt.; of a sea, Thuc.; also, ἡ στενή a narrow strip of land, Thuc.
metaph. narrow, close, confined, ἀπειληθῆναι ἐς στεινόν to be driven into a corner, Hdt.; εἰς στ. καταστῆναι Dem.
scanty, little, petty, Plat.—From old Ionic forms στεινότερος, -ότατος, come irr. Attic στενότερος, -ότατος· but reg. στενώτερος also occurs.