Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

στενάζω
στενακτέος
στενακτός
στεναχίζω
στενάχω
στενολεσχέω
στενολέσχης
στενόπορθμος
στενοπορία
στενόπορος
στενός
στένος
στενόστομος
στενότης
στενοχωρέω
στενοχωρία
στενόχωρος
στενόω
Στεντόρειος
Στέντωρ
στένω
View word page
στενός
στενός στενός, Ionic στεινός, ή, όν στένω narrow, strait, Hdt., Eur., etc.; ἐν στενῷ, Ionic στεινῷ, in a narrow compass, Hdt., Aesch. as Subst., τὰ στενά the straits, of a pass, Hdt.; of a sea, Thuc.; also, ἡ στενή a narrow strip of land, Thuc. metaph. narrow, close, confined, ἀπειληθῆναι ἐς στεινόν to be driven into a corner, Hdt.; εἰς στ. καταστῆναι Dem. scanty, little, petty, Plat.—From old Ionic forms στεινότερος, -ότατος, come irr. Attic στενότερος, -ότατος· but reg. στενώτερος also occurs.

ShortDef

narrow, strait

Debugging

Headword:
στενός
Headword (normalized):
στενός
Headword (normalized/stripped):
στενος
IDX:
30177
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30211
Key:
steno/s

Data

{'content': 'στενός\n στενός, Ionic στεινός, ή, όν\n \n στένω\n narrow, strait, Hdt., Eur., etc.; ἐν στενῷ, Ionic στεινῷ, in a narrow compass, Hdt., Aesch.\n as Subst., τὰ στενά the straits, of a pass, Hdt.; of a sea, Thuc.; also, ἡ στενή a narrow strip of land, Thuc.\n metaph. narrow, close, confined, ἀπειληθῆναι ἐς στεινόν to be driven into a corner, Hdt.; εἰς στ. καταστῆναι Dem.\n scanty, little, petty, Plat.—From old Ionic forms στεινότερος, -ότατος, come irr. Attic στενότερος, -ότατος· but reg. στενώτερος also occurs.', 'key': 'steno/s'}