Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀγρότερος
ἀγροτήρ
ἀγρότης
ἀγροφύλαξ
ἀγρυπνέω
ἀγρυπνητικός
ἀγρυπνία
ἄγρυπνος
ἀγρώσσω
ἄγρωστις
ἀγρώτης
ἄγυια
ἀγυιᾶτις
Ἀγυιεύς
ἀγυμνασία
ἀγύμναστος
ἄγυρις
ἀγυρμός
ἀγυρτάζω
ἀγύρτης
ἀγυρτικός
View word page
ἀγρώτης
ἀγρώτης = ἀγρότης adj., wild, Eur.: rustic, Anth.

ShortDef

wild

Debugging

Headword:
ἀγρώτης
Headword (normalized):
ἀγρώτης
Headword (normalized/stripped):
αγρωτης
IDX:
302
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n302
Key:
a)grw/ths

Data

{'content': 'ἀγρώτης\n = ἀγρότης\n adj., wild, Eur.: rustic, Anth.', 'key': 'a)grw/ths'}